Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

KΑΛΑΣ , Παντελίνα Τσιχλή (γ3)

ΚΑΛΑΣ 

Στα πλαίσια της λογοτεχνίας  γ΄γυμνασίου και στο ποιημα του Καβάφη "Στα 200 π.χ." η μαθητρια του γ3 Παντελίνα Τσιχλή μας παρουσίασε την εργασία της με θέμα τη φυλή Καλάς , τους απογόνους του Μ.Αλεξάνδρου στα βάθη του Πακιστάν -Αφγανιστάν
Δειτε το εδώ.

Βιβλιοπαρουσιάσεις...





Δον Κιχώτης





Ο Δον Κιχώτης , με πλήρη τίτλο El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας») είναι κλασικό έργο  λογοτεχνίας,   το οποίο εκδόθηκε σε δυο μέρη, το1605 και το 1615. Είναι ένα από τα μυθιστορήματα που επηρέασαν σημαντικά την ισπανική λογοτεχνία και ένα από τα πιο εμπνευσμένα έργα της νεότερης δυτικής λογοτεχνίας. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάνο, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανηψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσα Πάντσα. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.

Τα βιβλία είναι γραμμένα σε επεισόδια και η ιστορία του Δον Κιχώτη έχει γραφτεί πολλές φορές και σε παραμύθια για παιδιά.
Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). Ένας τοπικός θρύλος υποστηρίζει πως γράφτηκε σε φυλακή της πόλης Μάντσεγκαν (Manchegan), την περίοδο 1601-3, ωστόσο η μελέτη της βιογραφίας του Θερβάντες δεν επιβεβαιώνει φυλάκιση του εκεί. Σύμφωνα με άλλη πιθανή εκδοχή, ο Θερβάντες εμπνεύστηκε κατά την περίοδο που ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι (1575-80). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ως φανταστικός συγγραφέας του έργου εμφανίζεται στο κείμενο ο μουσουλμάνος ιστορικός Cide Hamete Benengeli, το οποίο συνδέεται με πιθανή επαφή του Θερβάντες, στο Αλγέρι, με Άραβες και Τούρκους αφηγητές.






                                                                                  Κρασανάκης Γιάννης (α2)



 



ΔΑΒΙΔ ΚΟΠΕΡΦΙΛΝΤ

Ο Ντέιβιντ (Δαβίδ) Κόπερφιλντ σε πρώτο πρόσωπο αφηγείται αναδρομικά τη πολυκύμαντη ζωή του από την τρυφερή παιδική ηλικία, την εφηβεία μέχρι την ενηλικίωση και την περίοδο ωριμότητας. Ο κύριος ήρωας της ιστορίας γεννήθηκε περίπου το 1820 στο Μπλάντερστον, οικισμό κοντά στο παραθαλάσσιο Γκρέιτ Γιάρμουθ. Ο πατέρας του, από τον οποίο πήρε όνομα κι επίθετο, είχε αποβιώσει ήδη έξι μήνες προτού γεννηθεί ο γιος του και η μητέρα του Ντέιβιντ παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Έντουαρντ Μέρντστοουν. Ο μικρός Ντέιβιντ όμως δικαιολογημένα έτρεφε αισθήματα αντιπάθειας προς τον πατριό του, ο οποίος επέμενε στην αυστηρή διαπαιδαγώγησή του, διακόπτοντας έτσι την τρυφερή σχέση του παιδιού με τη μητέρα του. Η τελευταία, φύσει συναισθηματικός αλλά αδύναμος χαρακτήρας, υπάκουε πειθήνια στο νέο της σύζυγο, που έφερε σύντομα στο σπίτι την αδελφή του Τζέην, για να βοηθήσει στο νοικοκυριό και στην ανατροφή του παιδιού. Μετά από συνεχείς επιπλήξεις για την ελάχιστη φαινομενικά πρόοδό του στα μαθήματα, ο Ντέιβιντ δάγκωσε τον πατριό του, και εστάλη σύντομα εσωτερικός στο «Σάλεμ Χάουζ», οικοτροφείο του Λονδίνου. Εκεί, παρά τον ανηλεή διευθυντή κ. Κρικλ, δημιουργεί φιλίες με τον Στίβεν Στίρφορθ και τον Τόμυ Τραντλς, πρόσωπα που δρουν και σε επόμενα κεφάλαια.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του για τις θερινές διακοπές, αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του είχε γεννήσει ένα αγοράκι, αλλά μέσα στην επόμενη χρονιά πληροφορείται στο σχολείο του για το θάνατο τόσο της μητέρας όσο και του ετεροθαλούς αδελφού του, οπότε επιστρέφει εσπευσμένα στους Μέρντστοουν. Πλέον το μοναδικό στηριγμά του είναι η κυρία Πέγκοτυ, η πιστή οικονόμος της μητέρας του. Ο πατριός του αποφασίζει να τον στείλει εργάτη σε βιοτεχνία-εργοστάσιο, του οποίου ήταν νομικά συνιδιοκτήτης, και το οποίο έδρευε στο Λονδίνο. Ο Κόπερφιλντ λοιπόν αποκτά σε μικρή ηλικία εμπειρία εργασίας υπό άθλιες συνθήκες. Παράλληλα, ο οικοδεσπότης του σπιτιού στο οποίο διαμένει ο Ντέιβιντ, ο κύριος Γουΐλκινς Μικάουμπερ, σε λίγο καιρό συλλαμβάνεται λόγω χρεών και κλείνεται σε ειδική φυλακή για χρεωκοπημένους. Σ' αυτήν θα παραμείνει για αρκετούς μήνες, προτού τελικά αποφασίσει να μετακομίσει στο Πλύμουθ. Ως αποτέλεσμα, ο Ντέιβιντ μένει απροστάτευτος. Αναζητά στη συνέχεια τις τελευταίες ελπίδες του στο μοναδικό εναπομείνατα συγγενή του, την εκκεντρική θεία του πατέρα του, Μπέτσι Τρότγουντ, οπότε πεζός ταξιδεύει ως το Ντόβερ, έχοντας δραπετεύσει από το χώρο εργασίας του.
Στο Ντόβερ βρίσκει καταφύγιο στην προαναφερθείσα θεία του, η οποία αναλαμβάνει να τον αναθρέψει, παρά την απόπειρα του Έντουαρντ Μέρντστοουν να αναλάβει εκ νέου την κηδεμονία του. Όχι μόνο τον υιοθετεί, αλλά του δίνει και το επίθετό της (Τρότγουντ). Φροντίζει να τον στείλει σε αξιόλογο σχολείο στην Καντερβουρία, όπου και εγκαθιστά τον κηδεμονευόμενό της στο σπίτι του χήρου δικηγόρου της Γουΐκφιλντ, που ζει με τη μονάκριβη κόρη του Αγνή.
Η ιστορία συνεχίζεται ακολουθώντας τον έφηβο Ντέιβιντ που ενηλικιώνεται και συνεχίζει τη ζωή του, στην οποία «μπαίνουν» και «βγαίνουν» γνώριμα σ' αυτόν πρόσωπα, όπως για παράδειγμα η οικογένεια της Πέγκοτυ (η μικρή ορφανή Έμιλυ, ο καπετάνιος Πέγκοτυ, ο ανηψιός του Χαμ). Η παιδική φίλη του Κόπερφιλντ Έμιλυ, αν και αρραβωνιάστηκε με το Χαμ, αποπλανήθηκε από τον Στίρφορντ, χαρισματικό χαρακτήρα που ελκύει τον Ντέιβιντ από μικρό. Η τραγική αυτή ιστορία κλονίζει τον Ντέιβιντ, που όμως βρίσκει στο πρόσωπο της Αγνής μια έμπιστη φίλη (το «φύλακα άγγελό» του, όπως τη χαρακτηρίζει). Ταυτόχρονα, συναντά σε διάφορες περιστάσεις τον κ.Μικάουμπερ, αλλά και τον Άρια Χιπ, ύπουλο υπάλληλο του δικηγορικού γραφείου του Γουΐκφιλντ. Τα παραπτώματα του τελευταίου αποκαλύπτονται χάρη στην παρέμβαση του Μικάουμπερ, του οποίου η οικονομική αδεξιότητα και αφερεγγυότητα είναι προφανής, αλλά ο αφηγητής την παρουσιάζει με κατανόηση.
Στη ζωή του μάλιστα εισέρχεται η Ντόρα Σπένλοου, αξιολάτρευτη αλλά και αφελής γυναίκα, την οποία παντρεύεται, για να πεθάνει σε λίγους μήνες έπειτα από μακρά αρρώστια. Οι Μικάουμπερ και οι Πέγκοτυ μετακομίζουν στην Αυστραλία, όπου βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο για την υπόλοιπη ζωή τους. Ο Κόπερφιλντ δείχνει κλίση προς τη λογοτεχνία και αποκτά κύρος και ταξιδεύει στο εξωτερικό. Ύστερα από σοβαρή ενδοσκόπηση, αναγνωρίζει ότι η Αγνή είναι το πρόσωπο με το οποίο άγγιζε ανέκαθεν την ευτυχία. Επιστρέφει στην Αγγλία για να παντρευτεί την αγαπημένη του Αγνή, που δίνει σ' αυτόν την αληθινή ψυχική χαρά. Αποκτούν μαζί τρία παιδιά και την επιδιωκόμενη οικογενειακή γαλήνη.
Μαρία Χατζηπαναγιώτου

Μυθολογία




Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΚΤΩΛΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Μίδας βασίλευε στη Φρυγία. Το βασίλειο του βρισκόταν μέσα στα όρια της σημερινής Τουρκίας. Ο βασιλιάς αυτός φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του. Ο μύθος λέει πως ο  Ηρόδοτος γράφει για τον Μίδα ότι είχε έναν κήπο στην κοιλάδα κάτω από το όρος Βέρμιο με εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα εξαιρετικής ευωδίας και με μια πηγή με δροσερό νερό, το οποίο ο Μίδας ανακάτεψε με κρασί και το πρόσφερε στον Σιληνό, θεότητα του κρασιού και συγγενή του Διονύσου, τον οποίο φιλοξενούσε επί δέκα μέρες. Ήθελε να τον μεθύσει για να μάθει τα μυστικά της σοφίας του. Ευχαριστημένος ο θεός του είπε ότι μπορούσε να ζητήσει οποιαδήποτε ανταμοιβή. Ο Μίδας ζήτησε να μετατρέπεται σε χρυσάφι ο,τιδήποτε άγγιζε. Αρχικά ο Μίδας απέκτησε μεγάλη δύναμη από την ικανότητά του αυτή, αργότερα όμως κατανόησε τη λανθασμένη επιλογή του, όταν, ακόμα και η κόρη του που αγκάλιαζε ,  το φαγητό που έτρωγε, γινότανε χρυσάφι, και παρακάλεσε το Διόνυσο να τον απαλλάξει από αυτό. Ακολουθώντας τη συμβουλή του θεού, ο Μίδας πήγε στον ποταμό Πακτωλό και με το που άγγιξε τα νερά, η δύναμή του πέρασε στον ποταμό και από τότε ο ποταμός Πακτωλός ανέβλυζε χρυσάφι.!!!
Mεθυμάκη Παναγιώτα (Γ2)
 



O MΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΙΓΕΑ
Ο Αιγέας ήταν ο ένατος στη σειρά μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας, όπου βασίλεψε γύρω στον 13ο αιώνα. Καταγόταν απ' ευθείας από τη γενιά του Ερεχθέα. Ήταν γιος του Πανδίονα και της Πυλίας, θυγατέρας του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα, και αδερφός του Νίσου, του Πάλλαντα και του Λύκου. Ο πατέρας του, ο Πανδίων, ήταν βασιλιάς της Αθήνας, αλλά οι Μητιονίδες τον είχαν εκθρονίσει κι αυτός είχε καταφύγει στα Μέγαρα, όπου και πήρε γυναίκα του την κόρη του εκεί βασιλιά.
 Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αιγέας κατόρθωσε να γυρίσει στην Αθήνα και να ανακτήσει την εξουσία, παρά τη σφοδρή αντίδραση των 50 ανιψιών του, γιων του Πάλλαντα. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Αιγέας είχε την ατυχία να μη μπορεί να αποκτήσει παιδί ή ότι αποκτούσε παιδιά αλλά μόνο κορίτσια και γι' αυτό ήθελε να αποκτήσει ένα αγόρι. Νομίζοντας πως η αιτία ήταν κάποιος θυμός της θεάς Αφροδίτης, ίδρυσε στην Αθήνα το πρώτο ιερό καθιερώνοντας έτσι τη λατρεία της Ουράνιας Αφροδίτης. Ωστόσο ο πόθος του δεν εκπληρώθηκε. Απελπισμένος πήγε στο Μαντείο των Δελφών να ζητήσει συμβουλή. Εκεί η Πυθία τού έδωσε το χρησμό που πήρε από τη Θέμιδα. Ο χρησμός έλεγε: Ασκού τον προύχοντα πόδα, μέγα φέρτατε λαών, μη λύσης, πριν εις άκρον Αθηναίων αφίκειας δηλαδή "Μη λύσεις το προεξέχον πόδι του ασκού, μεγάλε αρχηγέ των λαών, πριν φτάσεις στο δήμο των Αθηναίων". Ο ασκός που ανέφερε ο χρησμός ήταν το ασκί, όπου έβαζαν κρασί οι αρχαίοι, και το πόδι που προεξείχε ήταν το μέρος απ' όπου το γέμιζαν. Και ήθελε να πει πως δεν έπρεπε να πιει πολύ κρασί και να μεθύσει πριν φτάσει στην πατρίδα του. Αλλά ο Αιγέας, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, δεν κατάλαβε τη σημασία του χρησμού γι' αυτό πήγε στον Πιτθέα, το βασιλιά της Τροιζήνας, που ήταν σοφός και ζήτησε τη γνώμη του. Πρωτύτερα όμως συνάντησε στην Κόρινθο τη Μήδεια, η οποία κατάλαβε το νόημα του χρησμού αλλά δεν του φανέρωσε την αλήθεια. Ο Πιτθέας μάντεψε το χρησμό αλλά δεν έδωσε την πραγματική εξήγηση στον Αιγέα. Το ίδιο βράδυ οργάνωσε στο παλάτι του λαμπρό βασιλικό γλέντι για να διασκεδάσει την κακοκεφιά του Αθηναίου βασιλιά. Στο τραπέζι ανοίχτηκαν ασκιά με διαλεχτά κρασιά και η κόρη του Πιτθέα, η πεντάμορφη βασιλοπούλα Αίθρα, κερνούσε συνέχεια τον Αιγέα ώσπου τον μέθυσε. Έτσι μεθυσμένο τον πάντρεψε ο Πιτθέας με την Αίθρα, θέλοντας έτσι ν' αποκτήσει εγγονό και διάδοχο ισχυρού πατέρα. Όταν ξεμέθυσε ο Αιγέας και κατάλαβε την πονηριά του Πιτθέα, άφησε την Αίθρα κι έφυγε μόνος του για την Αθήνα. Πριν φύγει είπε στην Αίθρα ότι αν από το γάμο τους γεννηθεί γιος, να τον αναθρέψει αντάξια του πατέρα του χωρίς να φανερώσει την ταυτότητά του, και όταν μεγαλώσει και γίνει έφηβος να έρθει στην Αθήνα να τον συναντήσει. Λέγοντας αυτά στην Αίθρα, ο Αιγέας την οδήγησε στο δρόμο προς την Ερμιόνη, όπου υπήρχε μία μεγάλη πέτρα, ο "βωμός του Σθενίου Διός", δηλαδή βωμός του δυνατού Δία, όπως την ονόμαζαν. Κάτω από την πέτρα αυτή, ο Αιγέας τοποθέτησε το ξίφος και τα σανδάλια του λέγοντας στην Αίθρα ότι όταν ο γιος τους σηκώσει αυτή την πέτρα, να φορέσει τα σανδάλια και να ζωστεί το ξίφος ώστε όταν έρθει στην Αθήνα να μπορέσει να τον αναγνωρίσει.Φτάνοντας στην Αθήνα, ο Αιγέας σε λίγο καιρό έμπλεξε σε πόλεμο με τον πανίσχυρο βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, ο οποίος έφτασε με τα καράβια και το στρατό του, κατέλαβε τα Μέγαρα και πολιόρκησε την Αθήνα. Ο πόλεμος αυτός είχε ως αιτία τη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα, από τους Αθηναίους, επειδή τους είχε νικήσει στα αγωνίσματα μιας αθλητικής γιορτής ανάμεσα σε Κρήτες και Αθηναίους, όπως γίνονταν συχνά. Οι αρχηγοί των Αθηναίων κατέφυγαν τότε στο Μαντείο των Δελφών, ζητώντας τη συμβουλή των θεών για να σωθούν. Μα η Πυθία τούς απάντησε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να δεχτούν τους όρους του Μίνωα. Μπροστά στον κίνδυνο μιας φοβερής καταστροφής, ο Αιγέας συνθηκολόγησε με τον Μίνωα, ο οποίος επέβαλε βαρύτατο φόρο για τους Αθηναίους: εφτά κοπέλες και εφτά νέοι από τις καλύτερες οικογένειες, έπρεπε να στέλνονται κάθε χρόνο στην Κρήτη για να παραδίδονται ως τροφή σ' ένα φοβερό θηρίο, τον Μινώταυρο.
Λίγο καιρό μετά, έφτασε στο παλάτι του Αιγέα η Μήδεια ζητώντας φιλοξενία. Απελπισμένος ο Αιγέας που δεν είχε γιο και από τον πόλεμο με τους εχθρούς του, εξομολογήθηκε τον πόνο του στη Μήδεια. Η Μήδεια τού είπε ότι αν την παντρευόταν θα του έκανε γιο. Και πραγματικά, λίγο καιρό αργότερα, ο Αιγέας από το γάμο του με τη Μήδεια απόκτησε ένα γιο, που τον ονόμασε Μήδο.Στο μεταξύ η Αίθρα απόκτησε κι εκείνη ένα γιο, που δεν ήταν άλλος από τον ήρωα Θησέα. Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών, ξεκίνησε από την Τροιζήνα για την Αθήνα για να ανταμώσει τον Αιγέα, χωρίς να γνωρίζει πως ήταν ο πατέρας του. Αφού στη διαδρομή έκανε πολλά και διάφορα κατορθώματα, έφτασε στο παλάτι φορώντας τα σανδάλια και το σπαθί του πατέρα του, τα οποία βρήκε σηκώνοντας τη βαριά πέτρα. Η Μήδεια είχε αποφασίσει να δηλητηριάσει τον Θησέα αλλά όταν ο Αιγέας αναγνώρισε το γιο του, τον αγκάλιασε και έδιωξε από το παλάτι τη Μήδεια και τον Μήδο.
Ο Αιγέας ενημέρωσε το γιο του για τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωνε στον Μίνωα, και ο Θησέας αποφάσισε τότε να απαλλάξει τους Αθηναίους από τον φρικτό αυτό φόρο. Έτσι ξεκίνησε για την Κρήτη με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Καθώς τα πανιά στο καράβι ήταν μαύρα, λόγω του φόρου αίματος, ο Αιγέας ζήτησε ότι αν ο γιος του πετύχει στην αποστολή του και επιστρέψει ζωντανός, να σηκώσουν στην επιστροφή άσπρα πανιά. Όμως ενώ ο Θησέας πέτυχε στην αποστολή του, πάνω στη χαρά τους ούτε ο ίδιος ούτε ο πλοίαρχος θυμήθηκαν να αλλάξουν τα πανιά. Όταν ο Αιγέας είδε από το Σούνιο να φτάνει το καράβι με μαύρα πανιά, νόμισε ότι ο Θησέας ήταν νεκρός και πάνω στην απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Από τότε η θάλασσα ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος. Οι Αθηναίοι για να τιμήσουν ακόμα περισσότερο τον Αιγέα, τον τοποθέτησαν στη σειρά των θεών της θάλασσας και τον ανακήρυξαν γιο του Ποσειδώνα.
Μαρία Χατζηπαναγιώτου


O MΥΘΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ
Ο Θησέας ήταν Έλληνας βασιλιάς της Αθήνας στην ελληνική μυθολογία, γιος του Αιγέα και της Αίθρας, ο πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή.
 Επειδή ο Αιγέας δεν είχε παιδιά παρά τις προσπάθειές του, πήγε στο Μαντείο των Δελφών και πήρε ένα δυσνόητο χρησμό. Επιστρέφοντας στην Αθήνα σκέφθηκε να περάσει από τον φίλο του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, ο οποίος τον φιλοξένησε. Ο Αιγέας του ανέφερε τον χρησμό, οπότε ο Πιτθέας, κατανοώντας το νόημά του, μεθά τον Αιγέα και τον ρίχνει στο κρεβάτι της κόρης του Αίθρας, αποσκοπώντας έτσι να γίνει παππούς του διαδόχου του αθηναϊκού θρόνου. Το πρωί, όταν ο Αιγέας συνήλθε από το μεθύσι του δίπλα στην Αίθρα, την έπεισε να του υποσχεθεί ότι αν αποκτούσε απόγονό του θα τον μεγάλωνε κρυφά στην πόλη. Ακόμα, έκρυψε κάτω από μεγάλο βράχο τα σανδάλια και το σπαθί του λέγοντας στην Αίθρα ότι όταν μεγαλώσει το παιδί του τόσο ώστε να μπορέσει να σηκώσει τον βράχο, να το διέταζε να πάει στην Αθήνα και να του δείξει τα αντικείμενα. Στο μεταξύ, τη νύκτα που κοιμήθηκε με τον Αιγέα, η Αίθρα είδε σε όνειρο την Αθηνά, η οποία την καθοδήγησε να περάσει περπατώντας πάνω σε υφάλους στη νησίδα Σφαιρία, που είναι τόσο κοντά στην ακτή της Τροιζήνας, ώστε να μπορεί κάποιος να πάει σε αυτή με τα πόδια. Καθώς περπατούσε μέσα στη θάλασσα λέγεται ότι ο Ποσειδώνας τη γονιμοποίησε. Μετά λοιπόν από εννέα μήνες η Αίθρα γέννησε τον Θησέα πάνω στον δρόμο που πάει στο λιμάνι. Ο ήρωας επομένως είχε αβέβαιη πατρότητα, μοιρασμένη ανάμεσα στον Αθηναίο βασιλιά και στον θεό της θάλασσας. Στο τέλος της εφηβείας του, ο Θησέας έμαθε από τη μητέρα του, Αίθρα, την καταγωγή του και μπόρεσε να σηκώσει τον βράχο και να βρει τα πράγματα που είχε κρύψει ο Αιγέας. Αμέσως ξεκίνησε να πάει στην Αθήνα για να γνωρίσει τον πατέρα του, αλλά όχι με πλοίο όπως του συνέστησε η προσεκτική πριγκήπισσα. Θέλησε να πάει από την ξηρά, την οποία λυμαίνονταν διάφοροι ληστές, προκειμένου να μιμηθεί κατά κάποιο τρόπο τους άθλους του Ηρακλή, τον οποίο είχε ως πρότυπο, αλλά και να εκκαθαρίσει τον δρόμο ως την Αθήνα από τους εγκληματίες.
Πραγματικά, κοντά στην Επίδαυρο συνάντησε τον Περιφήτη, γνωστό και ως «Κορυνήτη» από το σιδερένιο ρόπαλο που χρησιμοποιούσε για να σκοτώνει τους διαβάτες. Ο Θησέας κατόρθωσε να του το αρπάξει και να τον σκοτώσει με αυτό. Στη συνέχεια, στον Ισθμό της Κορίνθου, συνάντησε τον Σίνη τον «Πιτυοκάμπτη» ο οποίος έσχιζε στα δύο τα θύματά του δένοντάς τα ανάμεσα σε δύο λυγισμένα πεύκα. Ο Θησέας τον θανάτωσε με τον ίδιο τρόπο. Όχι πολύ μακριά από τον Ισθμό, στην Κρομμυώνα (Άγιοι Θεόδωροι), ο Θησέας σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία, η οποία έκανε μεγάλες καταστροφές στην περιοχή. Στις Σκιρωνίδες Πέτρες, τη σημερινή Κακιά Σκάλα, αντιμετώπισε τον ομώνυμο ληστή, τον Σκίρωνα, που ανάγκαζε τους περαστικούς να του πλένουν τα πόδια, οπότε καθώς εκείνοι ήταν σκυμμένοι τους κλοτσούσε και τους έριχνε στον γκρεμό, όπου τους έτρωγε μία τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον έριξε στον γκρεμό. Προχωρώντας στην Ελευσίνα, ο ήρωας πάλεψε με τον Κερκύονα, που σκότωνε τους διαβάτες πνίγοντάς τους με ένα ισχυρό εναγκαλισμό, και τον θανάτωσε χτυπώντας το κεφάλι του στη γη. Τέλος, στον Κηφισό στην Ιερά Οδό,εξόντωσε και τον Πολυπήμονα, τον πατέρα του Σίνη, γνωστότερο ως «Προκρούστη» επειδή εξαπατούσε τους ταξιδιώτες και τους παρέσυρε στο σπίτι του, όπου τους εξάρθρωνε τα πόδια ή τους τα έκοβε με πριόνι για να τους «ταιριάξει» στο κρεβάτι του. Μετά από όλα αυτά, ο Θησέας δέχθηκε κάθαρση από τους γιους του Φυτάλου στα νερά του Κηφισού για τις δολοφονίες όλων των ληστών, ώστε να αντικρύσει για πρώτη φορά τον πατέρα του ως εξαγνισμένος ήρωας. Χωρίς να αποκαλύψει ποιος είναι, ο Θησέας εμφανίστηκε στον πατέρα του ως ξένος. Ωστόσο η Μήδεια κατάλαβε την ταυτότητά του και φοβήθηκε ότι θα πάρει τη διαδοχή από τον γιο που στο μεταξύ είχε αποκτήσει η ίδια με τον Αιγέα. Για τον λόγο αυτό έπεισε τον βασιλιά ότι έπρεπε να εξοντώσουν τον ξένο και έφτιαξε ένα δηλητήριο με βάση το «ακόνιτον», θανατηφόρο βότανο που προερχόταν από τα σάλια του Κέρβερου. Αλλά την ώρα του δείπνου ο Θησέας τράβηξε το σπαθί του για να κόψει το κρέας, οπότε ο πατέρας του αναγνώρισε το όπλο που είχε κρύψει στην Τροιζήνα, κληρονομιά του παππού του, του Κέκροπα. Τότε ο Αιγέας παρενέβη αμέσως και γλίτωσε τον γιο του από το δηλητηριασμένο φαγητό. Η Μήδεια έφυγε από την Αθήνα με τον γιο της Μήδο. Ο αδελφός του Αιγέα Πάλλαντας και οι 50 γιοι του, οι Παλλαντίδες προσπάθησαν να σφετερισθούν τον θρόνο, αλλά ο Θησέας τους απέτρεψε και επιβεβαίωσε την εξουσία του πατέρα του.Ο Θησέας υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες για την Αθήνα. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς, στους κτηματίες και στους δημιουργούς. Σημείωσε και πολεμικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας τη Μεγαρίδα και στη συνέχεια νικώντας τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να απελευθερώσουν την Αντιόπη. Κυρίως όμως κατετρόπωσε τους Κενταύρους μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο. Ο Πειρίθοος ήταν φίλος του Θησέα από τότε που πήγε να αρπάξει τα βόδια του. Ενώ κόντεψαν να αλληλοσκοτωθούν, οι θεοί τους ενέπνευσαν αμοιβαία συμπάθεια, ώστε μόλις κοιτάξε ο ένας τον άλλο πέταξαν τα όπλα στην άκρη και από τότε έγιναν αχώριστοι. Μαζί απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και χόρευε γύρω από τον βωμό του ναού της Ορθίας Αρτέμιδος. Τότε είχαν ρίξει κλήρο και η Ελένη έπεσε στον Θησέα. Ο ήρωας την έφερε στην Αττική και την εμπιστεύθηκε στη μητέρα του, την Αίθρα.
Μαζί κατέβηκαν, αμέσως μετά, και στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθίσουν σε μια πέτρα από όπου δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν. Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική για να πάρουν πίσω την αδελφή τους. Δεν θα την εύρισκαν, όμως, αν ο Ακάδημος δεν τους έδειχνε το μέρος που την έκρυβαν. Εξαιτίας αυτής της μυθολογικής ευεργεσίας, όταν οι Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν την Αττική, σεβάσθηκαν την Ακαδήμεια, το ιερό του Ακαδήμου. Οι Διόσκουροι πήραν την αδελφή τους και την Αίθρα,και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα. Χρόνια μετά, ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη και ελευθέρωσε τον Θησέα, που γύρισε στην Αθήνα. Επειδή βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του, ο Θησέας τους καταράσθηκε. Ο τόπος όπου κατά τον μύθο εκστόμισε την κατάρα, υποτίθεται ότι σωζόταν στον αρχαίο δήμο του Γαργηττού και ονομαζόταν Αρατήριον. Στη συνέχεια, ο Θησέας έφυγε από την Αθήνα και πήγε στη νήσο Σκύρο. Ο βασιλιάς του νησιού, ο Λυκομήδης, αρχικά τον καλοδέχθηκε, αλλά μετά από κάποιο διάστημα τον πήγε δήθεν για περίπατο στο ψηλότερο σημείο και τον έσπρωξε στον γκρεμό. Ο Θησέας έπεσε και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με άλλη μυθολογική παράδοση, επρόκειτο για αυτοκτονία. Οι Αθηναίοι τον θυμήθηκαν χρόνια μετά, όταν τα παιδιά του, ο Δημοφών και ο Ακάμας, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τον Μενεσθέα.


Μαρία Χατζηπαναγιώτου