Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ
ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ / Ο ΧΑΜΙ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Κάποτε σε
ένα απόμερο χωριό , σε ένα χαμένο παράδεισο με πολλά δέντρα και καταπράσινες
κοιλάδες με πολύχρωμα λουλούδια , ζούσε ο μικρός Μανωλάκης . Ένα καλό παιδί με
χρυσή καρδιά και μάτια σαν δυο ουρανούς κλεισμένους μέσα τους.
Μα οι
άνθρωποι του χωριού τον έλεγαν παράξενο και μυστήριο . Αυτός όμως δεν τους
κρατούσε κακία. Ήταν , βλέπεται , ντροπαλός και ονειροπόλος , τόσο που η
φαντασία του έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα και οι ιδέες του αμέτρητες σαν
τα αστέρια του ουρανού και σαν του κόκκους της άμμου, γι΄ αυτό δεν τον ένοιαζε .Μπορεί να μην είχε
συντροφιά και έναν καλό φίλο , μα είχε όνειρα …είχε καράβια που πετούν στον
ουρανό , ζωάκια που μιλούν , φτερωτά παπούτσια και έναν ήλιο κλεισμένο στην
καρδιά του που ποτέ δεν έδυε.
Ένα βράδυ
καθόταν στο παράθυρο της κρυψώνας του και χάζευε το ολόγιομο φεγγάρι , που
φαινόταν σαν να ήταν καθισμένο στο απέναντι βουνό . Μετά από λίγη ώρα σκέψης
πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του . Λέει λοιπόν :
-
Θα πάω να γίνω φίλος με το φεγγάρι.
Έφτιαξε
έτσι ένα δικό του χάρτη , ξεκουράστηκε και την επόμενη μέρα ξεκίνησε το μαγικό
του ταξίδι. Πήρε φαγητό ρούχα και λίγο χρώμα για να κάνει μια ζωγραφιά πάνω στο
κάτασπρο φεγγάρι . Και με αυτή την ελπίδα έφυγε.
Tρεις ημέρες χρειάστηκε να περπατάει και τρεις
νύχτες να κοιμάται στους κρύους χωματόδρομους . Μα όταν κρύωνε έκλεινε τα μάτια
του και «άναβε φωτιά» με τη σκέψη του . Ένιωθε τότε μια ανατριχίλα και
ζεσταινόταν για όλη την υπόλοιπη νύχτα. Κοιμόταν και ονειρευόταν τη φωτιά και
το φεγγάρι . Άραγε το φεγγάρι κρύωνε ;είχε φίλος;
Το τέταρτο πρωί έφτασε με ένα μικρό χωριό , όπου οι κάτοικοι
τον φιλοξένησαν . Την ώρα του μεσημεριανού φαγητού πήγε προσκεκλημένος στην
καλύβα του αρχηγού τους. Την ώρα που γευόταν το μοσχομυριστό φαγητό της
γυναίκας του ο αρχηγός τον ρώτησε :
-Ξένε, πώς σε λένε ; από
πού μας έρχεσαι ;
-Με λένε Μανωλάκη και έρχομαι από το παραπέρα χωριό με τα
πόδια , απάντησε εκείνος .
-Μα τρελός είσαι Μανώλη; τόσος δρόμος με τα πόδια ;γιατί ήρθες
; φαντάζομαι για κάτι πολύ σημαντικό;
-Μα θέλω να πάω στην κορυφή του βουνού.
‘Oλοι
έμειναν άφωνοι με το στόμα ανοικτό και τα μάτια γουρλωμένα. Πού και πού
ακουγόταν διάφορα επιφωνήματα , όπως οοοο!!!! ή απα πα!!!
Αμέσως ο αρχηγός του είπε τραυλίζοντας :
-Μα δεν ξέρεις …; Μα δεν ξέρεις ότι εκεί μένει ο πελώριος
γίγαντας ;
-Όχι , απάντησε ο Μανώλης , μα είναι τόσο μεγάλη η θέληση μου
, που δεν αλλάζω γνώμη .
-Εντάξει , είπε ο αρχηγός , μα εγώ δε σε θέλω πια εδώ. Φύγε
και μην ξαναγυρίσεις ποτέ πια.
Ο μικρός Μανωλάκης έφυγε λίγο φοβισμένος από την αντίδραση των
κατοίκων . Όταν πια έφτασε στη κορυφή,
είδε ένα μεγάλο άνθρωπο , ένα γίγαντα τεράστιο με μια μεγάλη μύτη , που καθόταν
σε ένα βράχο.
-Γεια σου , του είπε ο Μανώλης ,
Όμως ο γίγαντας άρχισε να τρέχει και να κάνει πίσω βήματα.
-Όχι μην φοβάσαι , του λέει. Πώς σε λένε;
Ακούστηκε μια ντροπαλή , πολύ σιγανή φωνή :
-Χάμι .
Όταν ο Μανωλάκης προχώρησε προς εκείνον ξανακούστηκε η φωνή
λέγοντας :
-Σε παρακαλώ ,μη με πειράξεις
-Όχι δεν ήθελα να σε πειράξω , είπε ο Μανώλης , ήθελα να σε
ρωτήσω που είναι το φεγγάρι.
Τότε ο γίγαντας έβγαλε από τη τσέπη του μια κάτασπρη πελώρια
σφαίρα.
-Τι είναι αυτό, ρωτάει ο Μανώλης. Δεν κουνάει , δεν κρυώνει;
-Όχι του είπε ο γίγαντας .
Ο Μανωλάκης πλησίασε το γίγαντα και του είπε :
-Μπορώ να ζωγραφίσω το φεγγάρι ;
-Και εγώ θα το ήθελα , μα δεν έχω χρώματα .
-Μη σε νοιάζει , έχω εγώ .
Τότε ρίχνει ένα σάλτο ο Μανώλης στο πόδι , έπειτα στο χέρι του
γίγαντα και μετά πάνω στο φεγγάρι , σαν
λαγός. Έβγαλε από τη τσέπη του τα χρώματα και άρχισαν μαζί με το γίγαντα να το
ζωγραφίζουν , ώσπου νύχτωσε. Ο γίγαντας ήταν προβληματισμένος .
-Τι έχεις, Χάμι;
-Ν α ξέρεις …πρέπει σε λίγο να σηκώσω το φεγγάρι στου ώμους
μου για όλη νύχτα και είναι κουραστικό , γιατί εκτός του ότι δεν κοιμάμαι ,
είναι και βαρύ.
Σκέφτηκε ο Μανωλάκης , ξανασκέφτηκε και βρήκε τη λύση . Πήρε
τρεις μεγάλους βρόχους , τους έβαλε με τέτοιο τρόπο , ώστε ο Χάμι να το
ακουμπάει εκεί και να μη το σηκώνει .
Από τότε έγιναν οι καλύτεροι φίλοι και επειδή δεν του άρεσε το
όνομα Χάμι , τον φώναζε Φεγγαρόλουστο…