Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Το δικό μου παραμύθι Νο2 , Ειρήνη Διαλυνά



        Ο     ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ  /   Ο ΧΑΜΙ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Κάποτε σε ένα απόμερο χωριό , σε ένα χαμένο παράδεισο με πολλά δέντρα και καταπράσινες κοιλάδες με πολύχρωμα λουλούδια , ζούσε ο μικρός Μανωλάκης . Ένα καλό παιδί με χρυσή καρδιά και μάτια σαν δυο ουρανούς κλεισμένους μέσα τους.
Μα οι άνθρωποι του χωριού τον έλεγαν παράξενο και μυστήριο . Αυτός όμως δεν τους κρατούσε κακία. Ήταν , βλέπεται , ντροπαλός και ονειροπόλος , τόσο που η φαντασία του έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα και οι ιδέες του αμέτρητες σαν τα αστέρια του ουρανού και σαν του κόκκους της άμμου,  γι΄ αυτό δεν τον ένοιαζε .Μπορεί να μην είχε συντροφιά και έναν καλό φίλο , μα είχε όνειρα …είχε καράβια που πετούν στον ουρανό , ζωάκια που μιλούν , φτερωτά παπούτσια και έναν ήλιο κλεισμένο στην καρδιά του που ποτέ δεν έδυε.
Ένα βράδυ καθόταν στο παράθυρο της κρυψώνας του και χάζευε το ολόγιομο φεγγάρι , που φαινόταν σαν να ήταν καθισμένο στο απέναντι βουνό . Μετά από λίγη ώρα σκέψης πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του . Λέει λοιπόν :
-     Θα πάω να γίνω φίλος με το φεγγάρι.
Έφτιαξε έτσι ένα δικό του χάρτη , ξεκουράστηκε και την επόμενη μέρα ξεκίνησε το μαγικό του ταξίδι. Πήρε φαγητό ρούχα και λίγο χρώμα για να κάνει μια ζωγραφιά πάνω στο κάτασπρο φεγγάρι . Και με αυτή την ελπίδα έφυγε.
Tρεις ημέρες χρειάστηκε να περπατάει και τρεις νύχτες να κοιμάται στους κρύους χωματόδρομους . Μα όταν κρύωνε έκλεινε τα μάτια του και «άναβε φωτιά» με τη σκέψη του . Ένιωθε τότε μια ανατριχίλα και ζεσταινόταν για όλη την υπόλοιπη νύχτα. Κοιμόταν και ονειρευόταν τη φωτιά και το φεγγάρι . Άραγε το φεγγάρι κρύωνε ;είχε φίλος;
Το τέταρτο πρωί έφτασε με ένα μικρό χωριό , όπου οι κάτοικοι τον φιλοξένησαν . Την ώρα του μεσημεριανού φαγητού πήγε προσκεκλημένος στην καλύβα του αρχηγού τους. Την ώρα που γευόταν το μοσχομυριστό φαγητό της γυναίκας του ο αρχηγός τον ρώτησε :
-Ξένε,  πώς σε λένε ; από πού μας έρχεσαι ;
-Με λένε Μανωλάκη και έρχομαι από το παραπέρα χωριό με τα πόδια , απάντησε εκείνος .
-Μα τρελός είσαι Μανώλη; τόσος δρόμος με τα πόδια ;γιατί ήρθες ; φαντάζομαι για κάτι πολύ σημαντικό;
-Μα θέλω να πάω στην κορυφή του βουνού.
Oλοι έμειναν άφωνοι με το στόμα ανοικτό και τα μάτια γουρλωμένα. Πού και πού ακουγόταν διάφορα επιφωνήματα , όπως οοοο!!!! ή απα πα!!!
Αμέσως ο αρχηγός του είπε τραυλίζοντας :
-Μα δεν ξέρεις …; Μα δεν ξέρεις ότι εκεί μένει ο πελώριος γίγαντας ;
-Όχι , απάντησε ο Μανώλης , μα είναι τόσο μεγάλη η θέληση μου , που δεν αλλάζω γνώμη .
-Εντάξει , είπε ο αρχηγός , μα εγώ δε σε θέλω πια εδώ. Φύγε και μην ξαναγυρίσεις ποτέ πια.
Ο μικρός Μανωλάκης έφυγε λίγο φοβισμένος από την αντίδραση των κατοίκων . Όταν  πια έφτασε στη κορυφή, είδε ένα μεγάλο άνθρωπο , ένα γίγαντα τεράστιο με μια μεγάλη μύτη , που καθόταν σε ένα βράχο.
-Γεια σου , του είπε ο Μανώλης ,
Όμως ο γίγαντας άρχισε να τρέχει και να κάνει πίσω βήματα.
-Όχι μην φοβάσαι , του λέει. Πώς σε λένε;
Ακούστηκε μια ντροπαλή , πολύ σιγανή φωνή  :
-Χάμι .
Όταν ο Μανωλάκης προχώρησε προς εκείνον ξανακούστηκε η φωνή λέγοντας :
-Σε παρακαλώ ,μη με πειράξεις
-Όχι δεν ήθελα να σε πειράξω , είπε ο Μανώλης , ήθελα να σε ρωτήσω που είναι το φεγγάρι.
Τότε ο γίγαντας έβγαλε από τη τσέπη του μια κάτασπρη πελώρια σφαίρα.
-Τι είναι αυτό, ρωτάει ο Μανώλης. Δεν κουνάει , δεν κρυώνει;
-Όχι του είπε ο γίγαντας .
Ο Μανωλάκης πλησίασε το γίγαντα και του είπε :
-Μπορώ να ζωγραφίσω το φεγγάρι ;
-Και εγώ θα το ήθελα , μα δεν έχω χρώματα .
-Μη σε νοιάζει , έχω εγώ .
Τότε ρίχνει ένα σάλτο ο Μανώλης στο πόδι , έπειτα στο χέρι του γίγαντα  και μετά πάνω στο φεγγάρι , σαν λαγός. Έβγαλε από τη τσέπη του τα χρώματα και άρχισαν μαζί με το γίγαντα να το ζωγραφίζουν , ώσπου νύχτωσε. Ο γίγαντας ήταν προβληματισμένος .
-Τι έχεις,  Χάμι;
-Ν α ξέρεις …πρέπει σε λίγο να σηκώσω το φεγγάρι στου ώμους μου για όλη νύχτα και είναι κουραστικό , γιατί εκτός του ότι δεν κοιμάμαι , είναι και βαρύ.
Σκέφτηκε ο Μανωλάκης , ξανασκέφτηκε και βρήκε τη λύση . Πήρε τρεις μεγάλους βρόχους , τους έβαλε με τέτοιο τρόπο , ώστε ο Χάμι να το ακουμπάει εκεί και να μη το σηκώνει .
Από τότε έγιναν οι καλύτεροι φίλοι και επειδή δεν του άρεσε το όνομα Χάμι , τον φώναζε Φεγγαρόλουστο…



Το δικό μου παραμύθι , Ειρήνη Διαλυνά



‘’ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ’’

Από την Ειρήνη Διαλυνά

      Μια φορά και έναν καιρό ,στην Αθήνα ,ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Άννα.Η Άννα ζούσε με τον παππού και τη γιαγιά της σε ένα πέτρινο σπιτάκι μέσα σε ένα λιβάδι με καταπράσινα δέντρα . Η μικρή Άννα λάτρευε τα δέντρα και τα έλεγε ’ πράσινους γίγαντες ’.
      Κάθε φθινόπωρο η Άννα γιόρταζε τα γενέθλια της παρέα με τους πράσινους γίγαντες και  τον παππού και τη γιαγιά της στο δάσος .Όμως κάθε χρόνο ,κάθε φθινόπωρο ,κάθε παραμονή των γενεθλίων της  , όπου τα φύλλα των δέντρων γίνονταν κόκκινα,  την προβλημάτιζε ένα παράξενο όνειρο ,στο οποίο φαίνονταν το πρόσωπό της σχηματισμένο με κόκκινα φύλλα να μετρά αντίστροφα από το δώδεκα έως το ένα.
     Τρεις ημέρες πριν τα γενέθλια της το μυστηριώδες πρόσωπο της είπε στο όνειρο της ‘’ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΟΥΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΟΥ ΔΩΡΟ’’ .Χωρίς πολλά πολλά πήγε στα δέντρα ,πήγε στο δάσος και πήρε ένα άδειο πακέτο που έγραφε ‘’ΚΑΛΑ ΔΩΔΕΚΑΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ’’ .
    Δύο ημέρες πριν τα γενέθλια της ,ήρθε ξανά στο όνειρο της το μυστηριώδες πρόσωπο και της είπε ‘’ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΣΟΥ ΑΛΛΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ’’ .Βγαίνοντας έξω από το σπίτι της είδε κακές μάγισσες ,λυσσασμένα σκυλιά και άλλα τρομαχτικά πλάσματα που ανθρώπου νου δεν χωρά !Έλαβε και το δεύτερο πακέτο που ήταν επίσης άδειο και έγραφε ‘’ΚΑΛΑ ΔΩΔΕΚΑΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ’’ .
    Την επόμενη νύχτα (όπου θα ήταν η τελευταία επίσκεψη του προσώπου ) το όνειρο της είπε ‘’ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΩΡΟ ΣΟΥ ,ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΔΕΙΣ ΜΗΝ ΤΟ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ‘’ .Όταν η Άννα βγήκε από το σπίτι της είδε νόστιμα γλυκά ,είδε όμορφα λουλούδια μα….δεν τα άγγιξε και πιστά ακολούθησε τις οδηγίες του ονείρου .Πήρε το τελευταίο πακέτο το οποίο ήταν γεμάτο .Είχε μέσα ένα όμορφο περιδέραιο που της έδινε τη δυνατότητα να καταλαβαίνει τι λένε τα δέντρα .
     Το πρωί των γενεθλίων της ,πήγε με τον παππού και τη γιαγιά της στο δάσος .Τότε η Άννα τους είπε τι της συνέβαινε όλο αυτό τον καιρό .Μπήκαν όμως σε σκέψεις…. Ήταν σίγουροι ότι κάπου την είχαν ξανακούσει τούτη την αλλόκοτη ιστορία .   Κάποια στιγμή η γιαγιά γούρλωσε τα μάτια της…. θυμήθηκε που είχε ακούσει την ιστορία !Έβγαλε από την τσέπη της ένα περιδέραιο ίδιο με της Άννας  .Μετά από λίγο όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί .Και η γιαγιά ,είχε ζήσει τα ίδια ακριβώς γεγονότα όταν ήταν δώδεκα ετών.
     Από εκείνη την ημέρα όλοι μαζί άκουγαν τα παράπονα και τις επιθυμίες των δέντρων και ποτέ…. μα ποτέ δεν τους χάλασαν χατίρι!

Το δικό μου παραμύθι , Γιώργος Διαλυνάς



                             ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ


Μια βροχερή και παγωμένη μέρα, καθόμουν δίπλα στη σόμπα στο σπίτι μου.
Έκανε κρύο και έβρεχε πολύ. Ξαφνικά εκεί που πήγα να βάλω και άλλα ξύλα στη σόμπα, άκουσα το όνομα μου. Βγήκα έξω και είδα τον Ενωμοτάρχη να μου κάνει νεύμα. Πήγα κοντά του και μου έδωσε το χαρτί της επιστράτευσης.
Το πρόσωπό μου χλόμιασε και το άγχος με κατέλαβε. Μου είπε να πάρω κάποια ρούχα και να περιμένω στη πλατεία του χωριού.
Πήρα  μερικά ρούχα και πήγα στη πλατεία όπου εκεί περίμενε ένα φορτηγό να πάρει εμένα και άλλους νεαρούς  της ηλικίας μου.
 Αποχαιρέτησα την μάνα μου και τον πατέρα μου, ανέβηκα στο φορτηγό και φύγαμε.
Ήταν 20 Οκτωβρίου 1940. Φτάσαμε σ ένα στρατόπεδο ,όπου εκεί θα εκπαιδευόμασταν. Μας έδωσαν στρατιωτικά ρούχα και μας είπαν να ξεκουραστούμε γιατί μας περιμένει εκπαίδευση.
Το άλλο πρωί μας ξύπνησαν αξημέρωτα και μας είπαν να βιαστούμε. Ένας λοχίας  μας οδήγησε σ ένα κατάλυμα  και μας είπε να αναπτύξουμε μια γραμμή. Εκεί ένας -ένας, έπαιρνε ένα τουφέκι  Μάλιγχερ, σφαίρες  και κάναμε βολές ,ωσότου μάθαμε να
τα χρησιμοποιούμε τέλεια.
Τις πρώτες μέρες στο μέτωπο πολλοί σκοτώνονταν ή τραυματίζονταν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα μας. Μετά όλο προχωρούσαμε, παντού μας υποδέχονταν Έλληνες με σημαίες που χαρούμενοι και πανευτυχείς μας επευφημούσαν. Δύο βδομάδες αργότερα άρχισε να χιονίζει σφοδρά.
Πολλοί έπαθαν κρυοπαγήματα και  έπρεπε να ακρωτηριαστούν. Ο πόλεμος είχε πολλές κακουχίες και αυτό που θέλαμε όσο τίποτε άλλο ήταν να νικήσουμε και να γυρίσουμε στα χωριά μας..
Όμως , παρά τις θυσίες και τις προσπάθειες  μας, καταλήξαμε χαμένοι.
Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό, μετά από τόσους μήνες  θυσιών και αγώνων να γυρίζουμε πίσω ηττημένοι…. Δώσαμε ένα καλό μάθημα στους αλαζόνες Ιταλούς και αποδείξαμε σ όλους ότι πάντα όσο λίγοι και φτωχοί να είμαστε ,θα υπερασπιζόμαστε την πατρίδα μας.
18 Απρίλη του ΄41 πίσω πάλι στο σπίτι, στην οικογένειά μου στο χωριό μου, σαν να μην πέρασε μια μέρα, όμως…..
Όμως οι μέρες στο σπίτι δεν είναι πια όπως παλιά.
 Οι φοβερές στιγμές  και οι εικόνες που έζησα θα είναι χαραγμένες για πάντα στο μυαλό μου.
Ο πόλεμος είναι κακό πράμα, καταστρέφει ζωές και περιουσίες, σταματά τα όνειρα και τη ροή της ζωής…….για αυτό ποτέ πια πόλεμο, τη κατάρα της ανθρωπότητας.


Γιώργος Διαλυνάς
 Α1
Γυμνάσιο Νεαπόλεως