Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Το δικό μου παραμύθι , Ανθή Γκέκα



Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΜΙΑΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

   Σε ένα νησί της μακρινής Σαρδηνίας,ήταν ένας ηλικιωμένος ο οποίος δεν μπορούσε ούτε να μασήσει, ούτε να μιλήσει και ούτε να περπατήσει. Δεν είχε ούτε οικογένεια! Γενικά ήταν κλειστός άνθρωπος και  όλοι νόμιζαν πως ήταν  τρελός,  γιατί ζούσε απομονωμένος.
   Μια περίεργη μέρα άκουσε απέξω από το σπίτι του έναν περίεργο θόρυβο. Ήταν ένα μικρό παιδάκι, που είχαν παρατήσει οι γονείς του στον κάδο. Τότε θυμήθηκε όταν γέννησε η γυναίκα του,αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε στη γέννα. Αυτό όμως δεν το ήξερε κανείς , και για αυτό τον θεωρούσαν τρελό και κακομούτσουνο. Το πήρε λοιπόν από τον κάδο και το μεγάλωσε σαν δικό του.
   Όταν το παιδί μεγάλωσε και έγινε δεκαοχτώ χρονών αποφάσισε να φύγει να πάει να σπουδάσει. Όμως  ο μπαμπάς του δεν ήθελε να φύγει και να μείνει πάλι μόνος του γιατί φοβόταν. Επί έναν μήνα ακουγόντουσαν οι φωνές τους,μέχρι που κάποια στιγμή το πήρε απόφαση ότι έπρεπε να τον αφήσει να ανοίξει τα φτερά του.Έτσι και πήγε και σπούδασε υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων επειδή ήταν πολύ καλός στην επικοινωνία .
   Όταν γύρισε από τις σπουδές , μετά από πέντε χρόνια,  έφερε μαζί του και  μια μεγάλη οικογένεια , τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Από τότε ο γεράκος μας έζησε την υπόλοιπη ζωή του ευτυχισμένος!

To δικό μου παραμύθι , Βασίλης Κοκολάκης



To παιχνίδι της μοίρας

    Γύρω στις 1985 στην πόλη των Αθηνών  , υπήρχε μια φτωχική οικογένεια με ένα γιο , το μικρό Βασίλη. Ήταν έξι ετών και η εμφάνιση του ήταν για λύπηση. Φορούσε κοντά παντελόνια , σκισμένες μπλούζες και χαλασμένα παπούτσια. Ήταν κοντούλης και αδυνατούλης.
    Την πρώτη μέρα του στο σχολείο όλοι τον κορόιδευαν και γελούσαν ιδιαίτερα με την εμφάνιση του. ( Δεν ήξεραν όμως  τι του επιφύλασσε η μοίρα. ) Ο Μίλτος συνέχεια τον πείραζε , τον έδερνε και τον κορόιδευε . Από την άλλη μεριά όμως υπήρχε και η Μυρτώ, που τον συμπαθούσε και τον λυπόταν. Η Μυρτώ σκεφτόταν  πώς θα ήταν να ζει στη δική του θέση και ο μικρός Βασίλης αναλογιζόταν  πότε θα τον αποδεχτούν επιτέλους τα άλλα παιδιά. ..
   Οι γονείς του δεν δούλευαν πλέον , ήταν και οι δυο άνεργοι. Η μητέρα του δεν έβρισκε δουλειά , ενώ ο πατέρας του απολύθηκε από μια εταιρεία γλυκών όπου δούλευε για χρόνια. Από τότε ζούσαν πολύ φτωχικά. Και το σπίτι τους  ήταν σχεδόν ετοιμόρροπο. Δεν μπορούσαν άλλο πλέον να ζουν εκεί. Ο καιρός περνούσε αλλά η ζωή τους δεν καλυτέρευε. ..
   Τότε ήρθε μια πρόταση από πολύ μακριά. Ένας θείος τους που ζούσε στον Καναδά τους προσκαλούσε να πάνε κοντά του. Όταν το είπαν στο Βασίλη  αυτός αρχικά στεναχωρήθηκε γιατί θα έχανε τη Μυρτώ,,,. Όμως οι γονείς του το σκέφτηκαν και αποφάσισαν να φύγουν την ερχόμενη Κυριακή. Ο θείος τους τους πλήρωσε τα εισιτήρια και η οικογένεια του Μικρού Βασίλη εγκαταστάθηκε στον Καναδά. Αμέσως οι γονείς του βρήκαν δουλειά . Ο πατέρας του σε μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και η μητέρα του καθαρίστρια σε μια ομάδα μπάσκετ του Καναδά. Εκεί ο Βασίλης γνώρισε πολλούς φίλους..
   Τα χρόνια περνούσαν και ο Βασίλης έγινε ένας από τους πιο ταλαντούχους μπασκετμπολίστες του Καναδά . Σε ένα αγώνα με το κολέγιο του τον είδε ένας  προπονητής μιας μεγάλης ομάδας μπάσκετ στην Αμερική. Του πρότεινε να αγωνιστεί στη ομάδα των Βulls  έναντι μεγάλης αμοιβής. Ο Βασίλης  το σκέφτηκε και αποφάσισε να δεχτεί για να βοηθήσει την οικογένεια του.
   Ο πρώτος του αγώνας ήταν με μια ομάδα της Ελλάδας. Ο Βασίλης λύγισε . Από τη μια ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του και από την άλλη σκεφτόταν τη ζωή που πέρασε . Όταν έφτασε στην Αθήνα τον είδαν οι παλιοί του συμμαθητές και ξαφνιάστηκαν. Του ζήτησαν συγνώμη για όλα αυτά που του έκαναν. Ο Βασίλης τους συγχώρεσε και άρχισε μια καινούργια φιλία .
   Ο Βασίλης είδε μετά από χρόνια τη Μυρτώ και την ερωτεύτηκε . Αποφάσισαν να παντρευτούν . Και έτσι άρχισαν μια καινούργια ζωή μαζί !!!!

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

To γεφυρι της Άρτας ...αλλιώς , Μανώλης Πρινιωτάκης



Συνέχεια της ιστορίας…
Από την άλλη μεριά η γυναίκα του πρωτομάστορα κάθονταν στο σπίτι της, καθάριζε και βοηθούσε τα παιδιά με τα μαθήματά τους, όταν έφτασε το πουλάκι και της είπε ότι είναι γραφτό να χτιστεί στο γιοφύρι. Στο δρόμο για το γιοφύρι έγραφε τη διαθήκη της και κάποιες συμβουλές για τον πρωτομάστορα, πώς να καθαρίζει το σπίτι, πώς να βοηθάει τα παιδιά και άλλες τέτοιες οδηγίες. Μόλις τελείωσε το γράψιμο αποχαιρέτησε όλες τις φίλες της και τους συγγενείς της μέσω sms. Μόλις έφτασε στο γιοφύρι ήξερε ότι είχε έρθει το τέλος της. Ο πρωτομάστορας με τη βοήθεια των υπόλοιπων μαστόρων τη βάζουν στα θεμέλια. Αντί όμως να την πετρώσουν, ετοιμάζουν το γερανό και τον κουβά με τα παγάκια για να κάνει ice bucket challenge. Μόλις πέφτει το κρύο νερό πάνω της αρχίζει και ουρλιάζει από το κρύο νερό ώσπου την άκουσε όλη η Άρτα. Έπειτα προκαλεί κάποιους φίλους της και μετά φεύγει από το γιοφύρι για να πάει να μαγειρέψει το μεσημεριανό. Ο πρωτομάστορας με τους υπόλοιπους τελειώνουν το γιοφύρι και τρώνε το κολατσιό τους.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Το γεφύρι της Αρτας ...αλλιώς , Γιάννης -Στέλιος Τζιρβελάκης

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ¨ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ¨

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει
Πιάνει μιλάει στο πουλί, μιλάει στ' αηδόνι
<<Πες μου εσύ πουλάκι μου τι πρέπει εγώ να κάνω
να μην στοιχειώσω την αγάπη μου, δεν θέλω να την χάσω>>
Κι άνοιξε το πουλί το στόμα του και είπε του μαστόρου
<<Είτε εσύ, είτε η λυγερή να στοιχειωθείτε πρέπει.
Έτσι μου είπανε εμένα, έτσι εγώ σου λέω.>>
Τους δρόμους παίρνει ο μάστορας να πάει στο σπιτικό του 
Να πει ένα αντίο της λυγερής και του 'δωσε αυτή όρκο:
<<Πιστή 'μουνα σε σένανε πιστή θα σού 'με πάντα.
 Μόνο αν φύγεις από δίπλα μου, εγώ τι θα 'πογίνω;
Θα 'ναι πόνος αβάσταχτος και καημός μεγάλος.
Γι' αυτό μαζί σου το γιοφύρι άσε με να στεριώσω.>>
Πήραν λοιπόν κι οι δυο το δρόμο του θανάτου
Μα αφού ήτανε μαζί πράμα δεν εφοβούνταν.
Φτάνουν, λοιπόν, και κάθονται εις τα θεμέλια 'πάνω 
Πιάνει ο ένας το μυστρί ο άλλος τον ασβέστη
Ρίχνει κι ο τρίτος μάστορας πάλι τον μέγα λίθο
Μα πριν στοιχειώσουνε κι οι δυο της Άρτας το γιοφύρι,
είπαν την τελευταία τους μιλιά κι όρκο αγάπης δόσαν
<<Όπως ο ασβέστης ένωσε αυτές εδώ τις πέτρες,
έτσι και η αγάπη μας ενώνει τις καρδιές μας.
Την δύναμη της αγάπης μας ας πάρει το γιοφύρι!>>
Κι έτσι σκαλίστηκαν , λοιπόν, πάνω στο μέγα λίθο
τα σώματα της λυγερής και του αντρός της αγκάλη.

                                                                 ΓΙΑΝΝΗΣ-ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΖΙΡΒΕΛΑΚΗΣ
                                                                   Γ'3 ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Το γεφύρι της Άρτας …αλλιώς , Λίτσα Σφακιανάκη



Το γεφύρι της Άρτας …αλλιώς
Πήγε το πουλάκι και είπε στην Λυγερή να πάει  αργά στο γιόμα. Την επόμενη ημέρα, ο πρωτομάστορας απεγνωσμένα ζητούσε ένα θαύμα. Ξαφνικά μια ιδέα ήρθε στο μυαλό του : η γυναίκα του θα μπορούσε να ζήσει αρκεί κάποιος άλλος να έπαιρνε τη θέση της. Λέει λοιπόν στους άλλους μάστορες να αφήσουν την γυναίκα του και να βάλουν εκείνον στα θεμέλια. Έτσι και έγινε. Το επόμενο πρωί οι μάστορες διαπίστωσαν ότι το γεφύρι δεν είχε γκρεμιστεί. Ήταν εκεί άθικτο, χάρη στον πρωτομάστορα. Το ίδιο και η Λυγερή.
Λίτσα Σφακιανάκη