Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Ο μύθος του Θησέα



Ο Θησέας ήταν γιος της Αίθρας, που το όνομά της σημαίνει αέρας καθαρός, και του Αιγέα, που το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τη θάλασσα. 
Ο Αιγέας ενώ είχε παντρευτεί δυο φορές ήδη δεν είχε αποκτήσει διάδοχο. Έτσι απευθύνθηκε στο μαντείο των Δελφών όπου όμως πήρε σκοτεινό χρησμό. 
“ασκού των προύχοντα πόδα, μέγα φέρτατε λαών, μη λύσης, πριν εις άκρον Αθηναίων αφίκηαι”. 
Επειδή δεν μπορούσε να εξηγήσει το χρησμό αποφάσισε να γυρίσει στην Αθήνα. Στο γυρισμό σταμάτησε στην Τροιζήνα. Εκεί βασίλευε ο Πιτθέας που είχε τη φήμη του σοφού και ο Αιγέας του ζήτησε τη γνώμη του. Ο Πιτθέας μέθυσε τον Αιγέα και τον έβαλε να κοιμηθεί με την Αίθρα που την ίδια νύχτα είχε κοιμηθεί και με τον Ποσειδώνα. 
Όταν ο Αιγέας έμαθε ότι περίμενε η Αίθρα παιδί “έθεσε” κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Σθενίου Δία τα πέδιλα και το σπαθί του. Μετά είπε στην Αίθρα αν αποκτήσει γιο, ώσπου να φτάσει στην εφηβεία δεν θα του φανέρωνε τη γενιά του παρά μόνο αν σήκωνε το βράχο. Τότε θα έπρεπε ο γιος του να πάρει τα σημάδια της αναγνώρισης και να πάει να τον βρει στην Αθήνα, αλλά με μεγάλη μυστικότητα γιατί οι Παλλαντίδες-ανίψια του Αιγέα από τον αδελφό του τον Πάλλαντα- ήταν επικίνδυνοι. 
Η Αίθρα γέννησε τον γιο του Αιγέα και τον ονόμασε Θησέα μιας και ο πατέρας του είχε θέσει τα σημάδια της αναγνώρισής του κάτω από τον βράχο. 
Ο Θησέας όταν ήταν επτά χρονών συνάντησε τον Ηρακλή που τον φιλοξενούσε ο Πιτθέας. Ο Ηρακλής είχε πετάξει την λεοντή του κάτω και όταν τα παιδιά των Τροιζηνίων την είδαν μπαίνοντας στο δωμάτιο, τρόμαξαν και το έβαλαν στα πόδια. Μόνον ο Θησέας νομίζοντας ότι ήταν αληθινό λιοντάρι πήρε ένα τσεκούρι να το σκοτώσει. 
Καθώς μεγάλωνε και έδειχνε μυαλωμένος και δυνατός και κοντά στα δεκαέξι του χρόνια η Αίθρα τον οδήγησε στο βράχο απ’ όπου με ευκολία πήρε τα πατρικά σημάδια και ξεκίνησε για την Αθήνα. Μέχρι τότε άκουε τη διάδοση που άφηνε ο Πιτθέας να διαρρέει ότι ήταν γιος του Ποσειδώνα. Παρά τις παραινέσεις του παππού του και της μητέρας του να μεταβεί στην Αθήνα χρησιμοποιώντας τη θαλάσσια οδό, ο Θησέας προτίμησε να πάρει το δρόμο της ξηράς που όμως ήταν γεμάτος κινδύνους. 
Στο δρόμο για την Αθήνα ο Θησέας συνάντησε μια σειρά από κακοποιούς. 
ΣτηνΕπίδαυροπρώτο συνάντησε τονΠεριφήτη, γιο του Ήφαιστου και της Αντίκλειας που ήταν γνωστός και ωςΚορυνήτηςγιατί κρατούσε ένα σιδερένιο ρόπαλο με το οποίο σκότωνε τους διαβάτες. Ο Θησέας τον σκότωσε και κράτησε το ρόπαλο να το έχει όπλο δικό του. 
ΣτιςΚεχρεές, κοντά στον ισθμό, συνάντησε τοΣίνηγιο του Ποσειδώνα που ήταν γνωστός και ωςΠιτυοκάμπτης. Το όνομά του το χρωστούσε στη συνήθειά του να σκοτώνει τους περαστικούς ως εξής: λύγιζε τις κορυφές από δυο μεγάλα πεύκα και όποιον νικούσε τον έδενε επάνω τους. Έπειτα άφηνε τα δυο δέντρα ελεύθερα και καθώς αυτά γύριζαν στη θέση τους με ορμή ξέσκιζαν το θύμα. Ο Θησέας σκότωσε το Σίνη με τον ίδιο τρόπο. Ο Σίνης είχε μια πολύ όμορφη κόρη την Περιγούνη, η οποία είχε κρυφτεί μέσα σε αστοίβες και άλλα αγκάθια και τα παρακαλούσε να την κρύψουν με την υπόσχεση ότι δεν θα τα έριχνε ποτέ στη φωτιά. Ο Θησέας τη βρήκε και της υποσχέθηκε να την προστατέψει. Μαζί απέκτησαν τον Μελάνιππο και αυτός ένα γιο τον Ιωξό που πήγε άποικος στην Καρία. Απ’ αυτόν κατάγονται οι Ιωξίδες που μένοντας πιστοί στην υπόσχεση της γιαγιές τους δεν άναβαν ποτέ φωτιά με τα αγκάθια που την είχαν κρύψει. 
Προχωρώντας ο ήρωας έφτασε στηνΚρομμυώναστους σημερινούςΑγίους Θεοδώρους. Εκεί συνάντησε τηΦαία, μια αγριογουρούνα κόρη του Τύφωνα και της Έχιδνας που έκανε φοβερές καταστροφές. Ο Θησέας τη σκότωσε γλιτώνοντας τους κατοίκους της περιοχής. 
Στις Σκιρρωνίδες πέτρες τη σημερινή Κακιά Σκάλα συνάντησε τονΣκίρωνα, γιο του Πέλοπα. Ο Σκίρωνας ανάγκαζε τους περαστικούς να του πλένουν τα πόδια. Μόλις εκείνοι έσκυβαν μπροστά του ο Σκίρωνας με μια κλοτσιά τους έριχνε στη θάλασσα όπου τους έτρωγε μια τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον γκρέμισε με τον ίδιο τρόπο. 
Ο πέμπτος άθλος του ήρωα έγινε στηνΕλευσίνα.Εκεί οΚερκύονας, γιος του Ποσειδώνα, σκότωνε τους διαβάτες αναγκάζοντάς τους να παλέψουν μαζί του. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον χτύπησε στη γη, νικώντας τον έτσι με την εξυπνάδα του περισσότερο, γι’ αυτό έλεγαν ότι η πάλη είναι τέχνη που πρώτος επινόησε ο Θησέας. 
Τελευταίο στη διαδρομή του ο ήρωας συνάντησε τονΔαμάστη ή Προκρούστη. Αυτός έμενε κοντά στηνΙερά Οδόκοντά στο σημερινόΔαφνί.Ο κακοποιός αυτός είχε δύο κρεβάτια ένα κοντό και ένα μακρύ, δήθεν για να φιλοξενήσει τους περαστικούς. Ύστερα ανάγκαζε τους ψηλούς να ξαπλώσουν στο κοντό κρεβάτι και τους κοντούς στο μακρύ. Μ’ ένα σφυρί χτυπούσε τους κοντούς για να τους φέρει ίσια με το κρεβάτι και στους μεγαλόσωμους έκοβε τα μέλη που περίσσευαν. Ο Θησέας τιμώρησε τον Προκρούστη με τον ίδιο τρόπο. 
Φτάνοντας στην Αθήνα οι Φυταλίδες –απόγονοι του Φύταλου που είχε φιλοξενήσει τη Θεά Δήμητρα όταν έψαχνε για την κόρη της- δέχθηκαν πρόθυμα να τον εξαγνίσουν από τους φόνους που είχε κάνει. 
Ο Θησέας μπήκε στην Αθήνα στις 8 του Εκατομβαιώνα δηλαδή Ιούλιο μήνα. 
Ο Αιγέας στο μεταξύ είχε δώσει καταφύγιο στη Μήδεια την οποία και είχε παντρευτεί. Αυτή με τη σειρά της τον γιάτρεψε από τη στειρότητα του και απέκτησε μαζί του ένα γιο το Μήδο. 
Όταν ο Θησέας έφτασε στο παλάτι ο βασιλιάς είχε ήδη ακούσει για το γενναίο παλικάρι και τα κατορθώματά του. Ο Αιγέας δεν φαντάστηκε ότι μπορεί να είναι ο γιος του όμως η Μήδεια, μάγισσα όπως ήταν, κατάλαβε ότι πρόκειται για το γιο του και έπεισε τον Αιγέα να τον δηλητηριάσει στο τραπέζι που θα του έκαναν. 
Ως εκείνη την ώρα ο Θησέας δεν είχε φανερώσει ποιος ήταν. Στο τραπέζι όμως τάχα θέλοντας να κόψει το κρέας έβγαλε το πατρικό σπαθί. Ο Αιγέας πέταξε το ποτήρι με το φαρμάκι και ρωτώντας τον, βεβαιώθηκε ότι ήταν ο γιος του. Τότε φώναξε τους πολίτες και τον παρουσίασε. Έτσι η Μήδεια αναγκάστηκε να φύγει με το Μήδο στην Ασία. 
Η αναγνώριση του Θησέα από τον πατέρα του αναστάτωσε τους Παλλαντίδες που περίμεναν να διαδεχθούν το θείο τους. Προσπάθησαν να πάρουν την εξουσία με τη βία. Ο Θησέας σκότωσε αυτούς που είχαν στήσει ενέδρα, ενώ οι υπόλοιποι έφυγαν. Για το φόνο των συγγενών του δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε επειδή είχε σκοτώσει έχοντας δίκιο. Αυτή ήταν και η πρώτη αθωωτική δίκη για φόνο συγγενικό. 
Αργότερα ο Θησέας ξεκίνησε να γλιτώσει τους κατοίκους του Μαραθώνα από έναν άγριο ταύρο. Στο δρόμο τον έπιασε βροχή και έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει στο σπίτι μιας γριούλας, της Εκάλης η οποία τον φρόντισε πολύ και ευχήθηκε στους Θεούς να τον βοηθήσουν. 
Ο Θησέας έπιασε το ζώο ζωντανό και περνώντας σταμάτησε πάλι στο σπίτι της Εκάλης που όμως είχε πεθάνει. Αφού θυσίασε τον ταύρο στο Δελφίνιο Απόλλωνα θέσπισε γιορτή στη μνήμη της Εκάλης έδωσε το όνομά της σε μια κωμόπολη της Αττικής και ίδρυσε το ιερό του Εκάλειου Δία. 
Τη φήμη του Θησέα άκουσε ο Περίθους μεγάλος Λαπίθης ήρωας και αποφάσισε να τον δοκιμάσει. Άρπαξε λοιπόν τα βόδια του Θησέα από τον Μαραθώνα. Ο Θησέας τον κυνήγησε για να τον σκοτώσει και ο Περίθους σταμάτησε και τον περίμενε. Όταν όμως συναντήθηκαν, σταμάτησαν και καμάρωναν ο ένας την τόλμη και την ομορφιά του άλλου. Πρώτος ο Περίθους άπλωσε το χέρι στο Θησέα και από τότε ορκίστηκαν παντοτινή φιλία. 
Όταν είχε γυρίσει ο Αιγέας στην Αθήνα μετά το ταξίδι του στους Δελφούς είχε οργανώσει αγώνες στους οποίους είχε πάρει μέρος και ο γιος του Μίνωα, Ανδρόγεως. Ο Ανδρόγεως νίκησε και ο Αιγέας τον έστειλε να αντιμετωπίσει τον ταύρο του Μαραθώνα ο οποίος τον σκότωσε. 
Ο Μίνωας θεώρησε υπεύθυνους τους Αθηναίους και τους Μεγαρείς και μπήκε με το στόλο του στο Σαρωνικό. Κυρίεψε τα Μέγαρα αλλά ο πόλεμος δεν τελείωνε. Ο Δίας έστειλε λοιμό στην πόλη μετά από παράκληση του Μίνωα και έτσι οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να δώσουν στο Μίνωα ό,τι ζητούσε σύμφωνα και με το χρησμό της Πυθίας. 
Ο Μίνωας ζήτησε να του στέλνουν βορά στο Μινώταυρο επτά νέους και επτά νέες κάθε εννιά χρόνια. Ο φόρος θα τελείωνε μόνον όταν κάποιο θύμα θα σκότωνε το Μινώταυρο παλεύοντας μαζί του στο Λαβύρινθο. 
Είχαν περάσει ήδη οι δυο φορές και είχε φτάσει η τρίτη. Ο Θησέας πρόσφερε τον εαυτό του. Ο Αιγέας έδωσε εντολή στον καπετάνιο να αλλάξει τα πανιά από μαύρα σε άσπρα αν τα παιδιά γλίτωναν. Ο Θησέας άλλαξε δύο κορίτσια με αγόρια τα οποία είχε ντύσει γυναίκες. Προσκάλεσαν την Αφροδίτη να γίνει οδηγός στο ταξίδι τους και άνοιξαν πανιά στις έξι (6) του μήνα Μουνιχιώνα δηλαδή του Απρίλη. 
Μόλις έφτασαν η Αριάδνη ερωτεύτηκε τον Θησέα με τη βοήθεια της Αφροδίτης και με την υπόσχεσή του να την πάρει μαζί του σαν γυναίκα του αποφασίζει να τον βοηθήσει. Του έδωσε ένα κουβάρι με νήμα το οποίο ο ήρωας το στερέωσε στην είσοδο του Λαβύρινθου. Όταν βρήκε το Μινώταυρο τον σκότωσε και ξανατυλίγοντάς το έφτασε ξανά στο φως της ημέρας. Εν τω μεταξύ οι νέοι που ήταν ντυμένοι κορίτσια σκότωσαν τους φύλακες και ο Θησέας άνοιξε τρύπες στα καράβια των Μινωιτών ώστε να μην μπορούν να τους ακολουθήσουν. Άνοιξαν πανιά και μαζί με την Αριάδνη ξεκίνησαν για την Αθήνα. 
Στη Νάξο ο Θησέας άφησε την Αριάδνη ύστερα από αξίωση του Διόνυσου. Στη Δήλο αφιέρωσε το ξόανο της Αφροδίτης και χόρεψε μαζί με τους άλλους ένα συρτό χορό, το γερανό, που με τους ελιγμούς του παρίστανε τους πολύπλοκους διαδρόμους του Λαβύρινθου. Ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής ξεχνώντας όμως να αλλάξουν τα πανιά στο καράβι που ταξίδευε ακόμα με τα μαύρα. Ο Αιγέας που ανέβαινε κάθε μέρα στο βράχο της ακρόπολης ή στο Σούνιο κατά άλλους, βλέποντας να πλησιάζει το καράβι με μαύρα πανιά έπεσε και σκοτώθηκε. 
Οι Αθηναίοι διατήρησαν το καράβι μέχρι το τέλος του 4ουαιώνα π.Χ. 
Ο Θησέας νέος πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ηρακλή στη χώρα των Αμαζόνων στον Πόντο. Εκεί τον ερωτεύτηκε η Αντιόπη, πρόδωσε της Αμαζόνες και κυρίευσαν την πόλη με προδοσία. Ο Θησέας την πήρε μαζί του και απέκτησε μαζί της τον Ιππόλυτο. Οι Αμαζόνες εκστράτευσαν στην Αθήνα και η Αντιόπη πέθανε πολεμώντας δίπλα στο Θησέα. 
Ο Θησέας κατόπιν παντρεύτηκε τη Φαίδρα κόρη του Μίνωα. Μαζί της απέκτησε δυο γιους τον Ακάμαντα και το Δημοφώντα. Πριν γίνει ο γάμος έστειλε τον Ιππόλυτο στον παππού του τον Πιτθέα ο οποίος τον προόριζε για διάδοχό του. 
Η Φαίδρα όμως όταν είδε τον Ιππόλυτο τον ερωτεύτηκε και του έστειλε ένα εξομολογητικό γράμμα με ανήθικες προτάσεις. Ο Ιππόλυτος αγανάκτησε με το γράμμα και αρνήθηκε να ανταποκριθεί. Τότε η Φαίδρα φοβούμενη πως ο πρόγονός της θα την καταγγείλει στον άντρα της αυτοκτόνησε αφού πρώτα άφησε ένα γράμμα στο Θησέα όπου κατηγορούσε το νέο ότι τόλμησε να γυρέψει τον έρωτά της. 
Ο Θησέας καταράστηκε το γιο του και τον έδιωξε από την Αθήνα, χρησιμοποιώντας μια από τις τρεις ευχές που του είχε υποσχεθεί ο Ποσειδώνας να του εκπληρώσει. Έτσι έστειλε από τη θάλασσα έναν άγριο ταύρο μπρος τα άλογά του. Εκείνα αφήνιασαν, έσπασαν το άρμα, τύλιξαν τον Ιππόλυτο στα λουριά και αφού τον έσυραν πάνω στις πέτρες τον σκότωσαν. 
Μετά το θάνατο της Φαίδρας ο Θησέας μαζί με το φίλο του τον Περίθου θέλησαν να παντρευτούν κόρες θεών. Πήγαν λοιπόν στη Σπάρτη όπου είδαν την Ελένη την άρπαξαν και έφυγαν. Έβαλαν κλήρο για να δουν σε ποιον θα πέσει και ο κλήρος έδωσε την Ελένη στο Θησέα. Κατόπιν ο Περίθους ήθελε για γυναίκα του την Περσεφόνη και κατέβηκαν μαζί στον Άδη. Ο Πλούτωνας όμως τους έβαλε να καθίσουν στο θρόνο της Λήθης με αποτέλεσμα να μη μπορούν οι δυο φίλοι να σηκωθούν. Από τον Άδη έσωσε το Θησέα ο Ηρακλής που κατάφερε τον Πλούτωνα να τον αφήσει ελεύθερο. 
Ο Θησέας διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο μόλις γύρισε από το ταξίδι του στην Κρήτη. Υπήρξε υποδειγματικός βασιλιάς . Αρνήθηκε να κυβερνήσει απολυταρχικά και κράτησε μόνο το δικαίωμα να είναι αρχηγός σε ώρα πολέμου και το δικαίωμα να προσέχει την τήρηση των νόμων από τους πολίτες. 
Ο Θησέας αποφάσισε να συνοικίσει όλους τους κατοίκους της Αττικής σε ένα κοινό Δήμο στο άστυ της Αθηνάς. Επειδή όλες αυτές οι μικρές πολιτείες μέχρι τότε είχαν δικό τους πρυτανείο και δικούς τους άρχοντες ο Θησέα τα κατήργησε και ίδρυσε ένα κοινό βουλευτήριο και ένα πρυτανείο στη Αθήνα. Έτσι οι κάτοικοι απέδιδαν φόρο τώρα στην Αθήνα που είχε γίνει μεγάλη από εκείνα τα χρόνια. 
Θέλοντας να μεγαλώσει την πόλη έδωσε ισοπολιτεία σε όλους ακόμα και στους ξένους και χώρισε τους πολίτες σε ευγενείς, γαιοκτήμονες και επαγγελματίες. 
Έκοψε νόμισμα με εικόνα ταύρου ή για τον Μαραθώνιο ταύρο, ή για το Μινώταυρο , ή γιατί ήθελε να παρακινήσει τους Αθηναίους να ασχοληθούν με τη γεωργία και το ονόμασε δεκάβοιον και εκατόμβοιον νόμισμα. 
Ο Θησέας στάθηκε πάντα φιλάνθρωπος , φρόντιζε τους ξένους και όσους αναζητούσαν καταφύγιο στην Αθήνα. Έτσι φρόντισε τον Οιδίποδα στις τελευταίες του ώρες, βοήθησε τις Αργίτισσες μάνες να θάψουν τα παιδιά τους, που είχαν χάσει πολεμώντας στη Θήβα και στάθηκε πολύτιμος φίλος στον Ηρακλή και τον Περίθου σε ώρα ανάγκης. 
Ο Θησέας υπήρξε ο 10οςβασιλιάς της Αθήνας και σύμφωνα με το Πάριο χρονικό βασίλεψε γύρω στα 1260 π.Χ. 
 
Αφού ο Ηρακλής τον γλίτωσε από τον Άδη ο Θησέας γύρισε στην Αθήνα όπου όμως βρήκε στο θρόνο το Μενεσθέα. Τότε έφυγε για τη Σκύρο όπου βασίλευε ο Λυκομήδης που ο Θησέας τον θεωρούσε φίλο του. Εξ’ άλλου ο Θησέας είχε πατρικά κτήματα εκεί. Όμως ο Λυκομήδης τον έσπρωξε από ένα βράχο και τον σκότωσε. 
                                                                  Χριστίνα Φαϊτάκη Β’3 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου